πικάντικος — η, ο (από λ. ιταλ.), νόστιμος, ορεχτικός: Είχαν πολλά και πικάντικα φαγητά στο τραπέζι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κονδίτος — κονδῑτος, ον (ΑM, Α ουδ. και κονδεῑτον, Μ ουδ. και κοντῑτον) 1. καρυκευμένος, αρωματικός, πικάντικος («κονδῑτος οἶνος», Γεωπ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κονδῑτον κρασί με μπαχαρικά, αρωματικό κρασί μσν. το αρσ. ως ουσ. ὁ κονδῑτος καρύκευμα, μπαχαρικό … Dictionary of Greek
πολυάρτυτος — ον, ΜΑ παρασκευασμένος με πολλά καρυκεύματα, πικάντικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἀρτυτός (< ἀρτύω «καρυκεύω»), πρβλ. ευ άρτυτος] … Dictionary of Greek
σκαμπρόζικος — η, ο, Ν [σκαμπρόζος] σκανταλιάρικος, πιπεράτος, πικάντικος («σκαμπρόζικο ανέκδοτο») … Dictionary of Greek