πικάντικος

πικάντικος
-η, -ο, Ν
1. πολύ νόστιμος, ορεκτικός (α. «πικάντικη σάλτσα» β. «πικάντικοι μεζέδες»)
2. (για ανθρώπινες εκδηλώσεις) ερεθιστικός, προκλητικός με χαριτωμένο τρόπο (α. «πικάντικο γέλιο» β. «πικάντικο ντύσιμο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. piccαnte (< piccαre < piccα «αιχμή») + κατάλ. -ικος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πικάντικος — η, ο (από λ. ιταλ.), νόστιμος, ορεχτικός: Είχαν πολλά και πικάντικα φαγητά στο τραπέζι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κονδίτος — κονδῑτος, ον (ΑM, Α ουδ. και κονδεῑτον, Μ ουδ. και κοντῑτον) 1. καρυκευμένος, αρωματικός, πικάντικος («κονδῑτος οἶνος», Γεωπ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κονδῑτον κρασί με μπαχαρικά, αρωματικό κρασί μσν. το αρσ. ως ουσ. ὁ κονδῑτος καρύκευμα, μπαχαρικό …   Dictionary of Greek

  • πολυάρτυτος — ον, ΜΑ παρασκευασμένος με πολλά καρυκεύματα, πικάντικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἀρτυτός (< ἀρτύω «καρυκεύω»), πρβλ. ευ άρτυτος] …   Dictionary of Greek

  • σκαμπρόζικος — η, ο, Ν [σκαμπρόζος] σκανταλιάρικος, πιπεράτος, πικάντικος («σκαμπρόζικο ανέκδοτο») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”